Ἀστυνόμους

Ἀστυνόμους
Ἀστύνομος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀστυνόμους — ἀστυνόμος protecting the city masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθέγμα — και φθέγγμα, τὸ, Α [φθέγγομαι] 1. φωνή («μὴ γένοιτο ἑκάστῳ τὸ φθέγμα», Πλάτ.) 2. λαλιά («καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο», Σοφ.) 3. λόγος, ομιλία 4. φωνή τών πτηνών 5. μυκηθμός ταύρου 6. μουσικός φθόγγος 7. κελάηδημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”